(λαγόνες Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μαψιτόκος — μαψιτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + τόκος, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
μαψιτόκων — μαψιτόκος bringing forth in vain masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)